- ἀχθηδών
- ἀχθηδών, Last, Bürde; übertr., Schmerz; ἐρέσϑαι τινὰ δι' ἀχϑηδόνα, um ihn zu ärgern; πρὸς ἀχϑηδόνα ἀκούειν, mit Widerwillen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αχθηδών — ἀχθηδών ( ονος), η (Α) 1. βάρος, φορτίο 2. θλίψη, ενόχληση, ταλαιπωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος ή < άχθομαι + δων , επίθημα με το οποίο σχηματίζονται ονόματα που δήλωναν ασθένεια, άλγος, οδύνη πρβλ. ακεχηδών «λύπη» (Ησύχ.), αλγηδών, μελεδών] … Dictionary of Greek
ἀχθηδών — weight fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθηδόνα — ἀχθηδών weight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθηδόνας — ἀχθηδών weight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθηδόνι — ἀχθηδών weight fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθηδόνος — ἀχθηδών weight fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθηδόνων — ἀχθηδών weight fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθηδόσι — ἀχθηδών weight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθηδόσιν — ἀχθηδών weight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ACEDIA — Graec. Α᾿κηδἰα, in genere, tristitia, molestia, anxietas, vel taedium, Ugutio, ἠ ῤαθυμία, ἀχθηδων`, λυμή, Suidae: In specie Cassiano de Coenob. Instit. l. 10. c. 1. et Collat. 5. c. 2. 9. taedium est et anxietas cordis, quae insestat Anachoretas… … Hofmann J. Lexicon universale
τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη … Dictionary of Greek